- συγκινδυνεύω
- αμετ.1) рисковать, подвергаться опасности вместе с кем-л.; 2) см. συμπολεμώ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκινδυνεύω — ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α 1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον 2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συγκινδυνεύσει — συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj act 3rd sg (epic) συγκινδυνεύω incur danger along with fut ind mid 2nd sg συγκινδυνεύω incur danger along with fut ind act 3rd sg συγκινδῡνεύσει , συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεύσω — συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj act 1st sg συγκινδυνεύω incur danger along with fut ind act 1st sg συγκινδῡνεύσω , συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj act 1st sg συγκινδῡνεύσω , συγκινδυνεύω incur danger along with fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεύσῃ — συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj mid 2nd sg συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj act 3rd sg συγκινδυνεύω incur danger along with fut ind mid 2nd sg συγκινδῡνεύσῃ , συγκινδυνεύω incur danger along with aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνευσάντων — συγκινδυνεύω incur danger along with aor part act masc/neut gen pl συγκινδυνεύω incur danger along with aor imperat act 3rd pl συγκινδῡνευσάντων , συγκινδυνεύω incur danger along with aor part act masc/neut gen pl συγκινδῡνευσάντων ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνευόντων — συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act masc/neut gen pl συγκινδυνεύω incur danger along with pres imperat act 3rd pl συγκινδῡνευόντων , συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act masc/neut gen pl συγκινδῡνευόντων ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεῦον — συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act masc voc sg συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act neut nom/voc/acc sg συγκινδῡνεῦον , συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act masc voc sg συγκινδῡνεῦον , συγκινδυνεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεύει — συγκινδυνεύω incur danger along with pres ind mp 2nd sg συγκινδυνεύω incur danger along with pres ind act 3rd sg συγκινδῡνεύει , συγκινδυνεύω incur danger along with pres ind mp 2nd sg συγκινδῡνεύει , συγκινδυνεύω incur danger along with pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεύοντα — συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act neut nom/voc/acc pl συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act masc acc sg συγκινδῡνεύοντα , συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act neut nom/voc/acc pl συγκινδῡνεύοντα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεύουσιν — συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκινδυνεύω incur danger along with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) συγκινδῡνεύουσιν , συγκινδυνεύω incur danger along with pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκινδυνεῦσαι — συγκινδυνεύω incur danger along with aor inf act συγκινδῡνεῦσαι , συγκινδυνεύω incur danger along with aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)